- δενδροφυτεία
- ηφυτεία δένδρων, τόπος φυτεμένος με δένδρα, μικρής ηλικίας κυρίως.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
καλλίδενδρος — καλλίδενδρος, ον (Α) (για τόπο) 1. αυτός που έχει ωραία δένδρα 2. αυτός που έχει πλούσια δενδροφυτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. μεγαλό δενδρος, ολιγό δενδρος] … Dictionary of Greek